ἐκβιβαστικός
English (LSJ)
ἐκβιβαστική, ἐκβιβαστικόν, extortionate, oppressive, Procl.Par.Ptol. 219 (s.v.l.), cf. ἐκβιαστικός; efficacious, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
ejecutivo, resuelto del carácter ψυχαί Ptol.Tetr.3.14.3, Procl.Par.Ptol.219, cf. ἐ· efficax, Gloss.3.331.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβῐβαστικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἐκβιβάζειν ἀνήκων, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 219.