ἐκδαμάζω

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδαμάζω: καταδαμάζω, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 40 (;)

Spanish (DGE)

(ἐκδᾰμάζω)
vencer, dominar, domar ἐμέ Dioscorus 5.21, ὁ σίδηρος ... ἐκδαμάζει πάντα Thdt.M.81.1420B, en v. pas. πολλοῖς ἐκδαμασθείς Chrys.M.56.585.