ἐκείνη

English (LSJ)

v. ἐκεῖνος III.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκείνη: ἴδε ἐκεῖνος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

(I)
η
βλ. εκείνος.
(II)
ἐκείνῃ (Α)
βλ. εκείνος.