ἐκκαύλημα

English (LSJ)

-ατος, τό, stalk put forth, Gal.19.153 (s.v. φύσιγγα).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
bot. tallo de ciertas hortalizas, Gal.19.153, Sch.Ar.Ra.621D., Sud.s.u. βασανίζειν.

German (Pape)

[Seite 762] τό, ein aufgeschossener Stengel, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαύλημα: τό, ὁ φυόμενος καυλός, Γαλην.

Greek Monolingual

ἐκκαύλημα, το (Α)
(για φυτό) η αύξηση του βλαστού.