v. ἐκκενόω.
[Seite 762] = ἐκκενόω, Aesch. Pers. 747.
c. ἐκκενόω.
ἐκκεινόω: ποιητ. ἀντὶ ἐκκενόω.
ἐκκεινόω: Aesch. = ἐκκενόω.