ἐκκοιμάομαι

English (LSJ)

sleep off the effects of a potion, Pl.Lg.648a.

Spanish (DGE)

sacudirse el sueño ἐκκοιμηθέντα δὲ καὶ τοῦ πώματος ἀπαλλαγέντα Pl.Lg.648a.

German (Pape)

[Seite 764] pass., ausschlafen, aufwachen, Plat. Legg. I, 648 a.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκοιμάομαι: пробуждаться от сна, просыпаться Plat.

Greek Monolingual

ἐκκοιμῶμαι (ἐκκοιμάομαι) (Α), σηκώνομαι από τον ύπνο.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκοιμάομαι: ἐξεγείρομαι τοῦ ὕπνου, Πλάτ. Νόμ. 648Α.