ἐκκριτέον
English (LSJ)
one must pick out, Pl.Plt. 303b.
Spanish (DGE)
hay que separar, hay que diferenciar πασῶν ... ἐκείνην (πολιτείαν) Pl.Plt.303b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρῐτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκκρίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 303Β.
one must pick out, Pl.Plt. 303b.
hay que separar, hay que diferenciar πασῶν ... ἐκείνην (πολιτείαν) Pl.Plt.303b.
ἐκκρῐτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκκρίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 303Β.