ἐκλάλησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, uttering, condemned by Poll.5.147.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
divulgación, proclamación, ἄδακρυς ἐ. ἀρρωστημάτων Gr.Naz.M.37.1149
parloteo, cháchara Poll.5.147.

German (Pape)

[Seite 766] ἡ, das Aussprechen, Poll. 5, 147.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλάλησις: ᾰ, εως, ἡ, τὸ ἐκλαλεῖν, προφέρειν, Πολυδ. Ε΄, 147.

Greek Monolingual

ἐκλάλησις, η (Α)
1. προφορά, ομιλία, λαλιά
2. διήγηση.