ἐκλεικτόν

English (LSJ)

τό, = ἔκλειγμα, Hp.l.c., Dsc.4.185.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλεικτόν: τό, φάρμακον ὅπερ δύναταί τις νὰ λείχῃ, ἢ ὅπερ τιθέμενον εἰς τὸ στόμα διαλύεται, «ματζοῦνι», Λατ. ecligma, electuarium, Ἱππ. 401. 45, Διοσκ. 2. 125· - ἐκλεικτικός, ή, όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ἐκλεικτόν, Ἱππ. 401. 41· - ὡσαύτως ἔκλειγμα, τό, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5, κτλ.

German (Pape)

τό, eine Arznei, die man aufleckt, im Munde zergehen läßt, Medic.