ἐκλογιστία

English (LSJ)

ἡ, reckoning: accounts, LXX To.1.21,Sammelb.4423.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: pap. ἐγλ-
1 contabilidad ἔταξεν Αχαιχαρον ... ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἐκλογιστίαν τῆς βασιλείας αὐτοῦ LXX To.1.21
cómputo, cálculo, PLond.1708.159, PMasp.314.2.3 (ambos VI d.C.), ἐ.· ἀρίθμησις Hsch., Sud., Anecd.Ludw.108.16.
2 en Egipto contaduría, cargo y oficina del contable que supervisaba los ingresos fiscales de cada nomo Ποτάμων διέπων τὴν ἐγλογιστίαν Ἀνταιοπολίτου PGiss.48.1 (III d.C.), cf. POxy.1436.23 (II d.C.), SB 4423 (III/IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 768] ἡ, Berechnung, VLL.; Verwaltung des Hauswesens, Auszahlung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλογιστία: ἡ, ὑπολογισμός, λογαριασμός, Ἑβδ. (Τωβ. Α΄, 21)· ― «ἐκλογιστίαν· ἀρίθμησιν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐκλογιστία, η (Α)
1. υπολογισμός, λογαριασμός
2. λογιστική υπηρεσία.