λογαριασμός

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογαριασμός Medium diacritics: λογαριασμός Low diacritics: λογαριασμός Capitals: ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: logariasmós Transliteration B: logariasmos Transliteration C: logariasmos Beta Code: logariasmo/s

English (LSJ)

ὁ, calculation, Sch. Luc. Cat. 4.

Greek Monolingual

ο (AM λογαριασμός) λογαριάζω
μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό»)
νεοελλ.
1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός της ΔΕΗ»)
2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με το οποίο παρακολουθούνται κατά χρονολογική σειρά και σε χρηματικές μονάδες οι μεταβολές ενός στοιχείου μιας οικονομικής μονάδας
3. η μερίδα την οποία ανοίγει κάποιος επ' ονόματι του ή επ' ονόματι κάποιου άλλου σε λογιστικό βιβλίο («έχω λογαριασμό στην τράπεζα»)
4. σχέση οικονομική ή άλλης υφής δοσοληψία («δεν θέλω να έχω λογαριασμούς μαζί τους»)
5. σχέδιο, πρόθεση
6. πράγμα άξιο υπολογισμού («ήταν λογαριασμός εκείνα τα χρόνια να σπουδάσεις στο εξωτερικό»)
7. επιχείρημα
8. συμβουλή, καθοδήγηση, υπόδειξη
9. φρ. α) «για λογαριασμό μου»
i) για μένα τον ίδιο, για τον εαυτό μου
ii) εξ ονόματός μου
β) «δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν» — δεν λογοδοτώ σε κανέναν, δεν αφήνω κανέναν να μέ ελέγξει ή να επέμβει στις προσωπικές μου υποθέσεις
γ) «κανόνισε τον λογαριασμό σου» — να ενεργήσεις υπό ορισμένους όρους και με βάση τη λογική
δ) «έχω χάσει τον λογαριασμό (με κάποιον)» — βρίσκομαι σε σύγχυση ή αμηχανία, δεν ξέρω τί να κάνω
ε) «μπήκα σε λογαριασμό» ή «μέ έβαλε σε λογαριασμό»
i) τακτοποιήθηκα, μπήκα σε τάξη
ii) συμμορφώθηκα
ζ) «δικός μου λογαριασμός» — δική μου υπόθεση, που δεν αφορά άλλους
η) «έχω (ανοιχτούς) λογαριασμούς (με κάποιον)» — βρίσκομαι σε διένεξη με κάποιον
θ) «κάνει τον λογαριασμό του χωρίς τον ξενοδόχο» — σχεδιάζει κάτι χωρίς τη συμμετοχή του άμεσα ενδιαφερόμενου προσώπου
ι) «εβραίικος λογαριασμός» — ακριβής υπολογισμός που γίνεται πάντα προς όφελος εκείνου που τον κάνει
ια) «ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου» — επιλύω διαφορές ή τακτοποιώ εκκρεμότητες που έχω με κάποιον
ιβ) «λογαριασμός εσόδων ή εξόδων» — ο ειδικός λογαριασμός τών εσόδων ή εξόδων μιας επιχείρησης ή μιας ενέργειας
10. παροιμ. «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» — η αμοιβαία συνέπεια στις οικονομικής φύσεως δοσοληψίες συντελεί στη διατήρηση της φιλίας
νεοελλ.-μσν.
1. συλλογισμός, σκέψη, διαλογισμός, λογική («κ' εσύ με ποιο λογαριασμόν έχεις σε τούτο ελπίδα;», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «μιλώ λογαριασμό» — συμβουλεύω, νουθετώ
μσν.
1. έσοδα, απολαβές
2. σύνολο
3. απολογισμός
4. (για ναυτικά εξαρτήματα) αναλογική κατασκευή.

German (Pape)

ὁ, neugriechisch, die Rechnung.