ἐκμαργόομαι
English (LSJ)
go raving mad, ἐξεμαργώθης φρένας E.Tr.992.
Spanish (DGE)
enloquecer de deseo c. ac. de rel. ὃν εἰσιδοῦσα ... ἐξεμαργώθης φρένας E.Tr.992.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμαργόομαι: сходить с ума: ἐξεμαργώθης φρένας Eur. ты обезумел(а).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμαργόομαι: παραφρονῶ εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τῆς μανίας, ἐξεμαργώθης φρένας Εὐρ. Τρῳ 992.
Greek Monotonic
ἐκμαργόομαι: Παθ., παραφρονώ, ξετρελαίνομαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
Pass. to go raving mad, Eur.