ἐκμηνίω

English (LSJ)

strengthened for μηνίω, Hsch.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. sin aum. ἐκμήνιεν]
encolerizarse Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμηνίω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ του μηνίω, «ἐκμηνίων· ὀργιζόμενος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐκμηνίω (Α)
οργίζομαι παράφορα.