ἐκμηχανάομαι

English (LSJ)

aor. Pass. ἐξεμηχανήθην, contrive, J.AJ8.3.4, Hsch.

Spanish (DGE)

1 tramar, maquinar πολυτρόπους δόλους Bas.Sel.M.28.1088A.
2 llevar a término, realizar οἶμαι γὰρ ... (τὴν καρδίαν) τὴν τοῦ ἀέρος ὁλκήν τε καὶ ἐμπνοὴν ἐκμηχανᾶσθαι τῷ πνεύμονι Gr.Nyss.M.44.245D.

German (Pape)

[Seite 769] ganz künstlich aussinnen, Ios.