contrive
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. συντιθέναι, μηχανᾶσθαι, τεχνᾶσθαι, τεκταίνεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζειν, P. ἐκτεχνᾶσθαι, πειρασκευάζειν, Ar. and V. μήδεσθαι; see devise.
contrive (plots, etc.): P. κατασκευάζειν, σκευωρεῖσθαι, συσκευάζειν, P. and V. πλέκειν, V. ῥάπτειν, ὑπορράπτειν, καταρράπτειν, μηχανορραφεῖν, ἐμπλέκειν.
invent: P. and V. εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν, ἐφευρίσκειν, V. ἐξανευρίσκειν.
help in contriving: P. συμπαρασκευάζειν (acc.), συγκατασκευάζειν (acc.), V. συμφυτεύειν; (acc.).
verb intransitive contrive to: P. and V. πράσσειν ὅπως (fut. or aor. subj.), P. μηχανᾶσθαι ὅπως (fut. or aor. subj.).
help me to contrive that ye be saved yourselves and this land too: V. συνεξεύρισχ' ὅπως αὐτοί τε σωθήσεσθε καὶ πέδον τόδε (Euripides, Heraclidae 420).