ἐκπίμπρημι

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπίμπρημι: πυρπολῶ, Θεόδ. Πρόδ. σ. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπίμπρημι: зажигать, pass. зажигаться, гореть (ἡ ἐκπιμπραμένη φλόξ Arst.).