ἐκπαίδευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, nursling, child, E.Cyc.601.

Spanish (DGE)

-ματος, τό criatura Νυκτὸς ἐ. del sueño, E.Cyc.601.

German (Pape)

[Seite 771] τό, das Erzogene, Zögling, Eur. Cycl. 601.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourrisson, rejeton.
Étymologie: ἐκπαιδεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπαίδευμα: ατος τό питомец Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ἢ ἀνατραφέν, τέκνον, σὺ δ’, ὦ μελαίνης νυκτὸς ἐκπαίδευμ’, Ὕπνε Εὐρ. Κύκλ. 601.

Greek Monolingual

ἐκπαίδευμα, το (Α)
1. αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον
2. τέκνο, παιδί.

Greek Monotonic

ἐκπαίδευμα: -ατος, τό, βρέφος, νήπιο, παιδί, τέκνο, μαθητούδι, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐκπαίδευμα, ατος, τό,
a nursling, a child, Eur. [from ἐκπαιδεύω