ἐκπετασμός

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπετασμός: -οῦ, ὁ, ἐκπέτασις, ἐξάπλωσις, Ν. Χων. σ. 157. 7, ἔκδ. Β.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ expansión c. gen. πάχους Aq.Ib.36.29.