ἐκπιάζω
English (LSJ)
Spanish (DGE)
exprimir, prensar para extraer un jugo τὸν πόκον LXX Id.6.38 B, τὴν ἄσφαλτον Posidon.279, τυρὸν Ath.647f, σπόγγον Paul.Aeg.6.52.1, τὸν χυλόν Hippiatr.33.13, Hippiatr.Lugd.13, en v. pas. σταφίδος ... ἐκπιασθείσης Gp.6.19, abs. ἐκπίασον ἐπιμελῶς εἰς τὴν λοπάδα PHolm.108
•aplastar, machacar ἀμήνας· ἐκπιάξας, ἀμύξας Gal.19.77, κογκύλιον Hsch.s.u. κογκυλεύοντες
•fig. exprimir, sacar el jugo de (τὴν φωνὴν τὴν προτέραν) ὥσπερ μασθὸν προφητικὸν ἐκπιάσωμεν exprimamos (la frase precedente) como si de una profética ubre se tratase Hsch.H.Hom.18.6.2.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπιάζω: ἐκπίασμα, τό, μεταγεν. τύποι ἀντὶ ἐκπιέζω, ἐκπίεσμα Ἡσύχ.
Greek Monolingual
βλ. εκπιέζω.