εκπιέζω

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95

Greek Monolingual

(AM ἐκπιέζω, Α και ἐκπιάζω)
αφαιρώ με πίεση το υγρό (νερό, χυμό κ.λπ.) από κάτι, στίβω
αρχ.-μσν.
βασανίζω, ταλαιπωρώ
αρχ.
1. διώχνω βίαια κάποιον
2. (για έλκη) εμφανίζομαι στο δέρμα.