Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(AM ἐκπιέζω, Α και ἐκπιάζω)αφαιρώ με πίεση το υγρό (νερό, χυμό κ.λπ.) από κάτι, στίβωαρχ.-μσν.βασανίζω, ταλαιπωρώαρχ.1. διώχνω βίαια κάποιον2. (για έλκη) εμφανίζομαι στο δέρμα.