ἐκπρεπῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
remarquablement, supérieurement;
Sp. ἐκπρεπέστατα.
Étymologie: ἐκπρεπής.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπρεπῶς:
1 великолепно, превосходно, отлично (κεκοσμημένη πόλις Polyb.);
2 чрезвычайно (ἀγαπώμενος καὶ τιμώμενος ὑπό τινος Plut.);
3 со всей решительностью (ἐπιστρατεύειν Thuc.).