ἐκπυΐσκω

German (Pape)

[Seite 777] pass., eitern, Hippocr.

Spanish (DGE)

medic.
1 en v. med. supurar τῶν δὲ ἐμπυημάτων ὁκόσα μὲν ... ἐκπυίσκεται Hp.Prog.15, τὰ ὁμαλῶς ἐκπυϊσκόμενα Gal.17(1).856, ὅτι τὰ φύματα τὰ μὲν διαφοροῦνται, τὰ δὲ ἐκπυΐσκονται καὶ ῥήγνυνται Steph.in Hp.Aph.2.428.5, cf. Gal.18(1).500.
2 en v. act. hacer supurar, producir supuración ὃ περί τε τῶν ἐκπυϊσκόντων καὶ μαλαττόντων ἐστὶ γνῶναι βέλτιον de medicamentos, Gal.11.728, cf. 18(2).464.

Greek Monolingual

ἐκπυΐσκω (Α)
παράγω πύον.