ἐκπυρηνισμός

English (LSJ)

ὁ, squeezing out, Steph. in Hp.1.82 D.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ expulsión mediante presión κατὰ ἐκπυρηνισμὸν ποιεῖ ἀπροαίρετον δάκρυον Steph.in Hp.Aph.2.336.11, ἡ ἄκρα ψῦξις πύκνωσιν ... ἐκπυρηνισμὸν ἀπεργάζεται Steph.in Hp.Progn.70.31, cf. Olymp.in Mete.42.5, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπυρηνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Hemst. ἐν Θωμ. Μαγ. σ. 565.

Greek Monolingual

ἐκπυρηνισμός, ο (Α)
η εκπυρήνιση.