ἐκπύημα

English (LSJ)

-ατος, τό, sore that has suppurated, Id.VM22,Prog.15, Coac.278.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. supuración οὔτε πυρετῶν ἐπιλαμβανόντων, οὔτε ἐκπυημάτων ἐπιγινομένων Hp.Prorrh.2.7, κακοήθεα ... τὰ ἄλλα ἐκπυήματα Hp.Coac.278, cf. 416, 620.

German (Pape)

[Seite 777] τό, vereiterte Wunde, Geschwür, Hippocr.

Greek Monolingual

το (Α ἐκπύημα)
πληγή που σχημάτισε πύον.