ἐκρέμω

English (LSJ)

v. κρέμαμαι.

Spanish (DGE)

v. κρέμαμαι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impf. de κρέμαμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκρέμω: эп. 2 л. sing. imper. к κρέμαμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκρέμω: ἴδε τὸ ῥῆμα κρέμαμαι.

English (Autenrieth)

see κρέμαμαι.

Greek Monotonic

ἐκρέμω: αντί ἐκρέμᾰσο, βʹ ενικ. του κρέμαμαι.