ἐκρήσσω
English (LSJ)
= ἐκρήγνυμι, TheanoEp. 6.4 (Pass.); cause an abscess to burst, Paul.Aeg.7.1.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 tr. romper, abrir τὸ δὲ δριμὺ ... διαφορεῖ καὶ ἐκρήσσει (πόρους) Gal.11.786, cf. Paul.Aeg.7.1.
2 ἐκρήσσων· ἐγρηγορῶν. φυσῶν Hsch., prob. por ἐγρήσσων.
3 intr. en v. med. romperse los instrumentos musicales, si se tensan demasiado, Pythag.Ep.7.5.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐκρήσσω: ἐκρήγνυμι, Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 3.
Greek Monolingual
ἐκρήσσω και ἐκρήττω αττ. (AM)
1. εκρηγνύω
2. ιατρ. προκαλώ το άνοιγμα αποστήματος.