ἐκστράτευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, expeditionary force, Memn.15: metaph. of Nature, Steph.in Hp.2.418 D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 ejército, contingente militar, Memn.1.9.1
en plu. fuerzas, efectivos militares, Steph.in Hp.Aph.2.342.26.
2 expedición militar Iust.Nou.134.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκστράτευμα: τό, ἡ ἐκστρατεύουσα στρατιωτικὴ δύναμις, Μίμν. ἐν Φωτ. Βιβλ. 227. 6.

Greek Monolingual

ἐκστράτευμα, το (Α)
η στρατιωτική δύναμη που εκστρατεύει.