ejército
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Spanish > Greek
ἀμφί, δηϊοτής, δόρυ, ἔθνος, ἐκστράτευμα, ὅπλισμα, ποιμανόριον, στράτευμα, στρατιά, στρατιή, στρατοπέδευμα, στρατόπεδον, στρατός, στρότος