ἐκτίνυμι

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτίνῡμι: ἐκτίνω, Διόδ. 16. 29, καὶ μεταγεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτίνῡμι: Diod. = ἐκτίνω.

German (Pape)

[ῡ], = ἐκτίννυμι.