ἐκφαντάζομαι
English (LSJ)
form in imagination, Alciphr.1.13.
Spanish (DGE)
imaginar τὸν Ὑμέναιον Alciphr.1.16.2
•hacer suposiciones ἐφ' ᾧ ἤλυθα Rom.Mel.75.ιςʹ.1.
German (Pape)
[Seite 784] sich Etwas einbilden, Alciphr. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφαντάζομαι: ἀποθ., σχηματίζω ἐν τῇ φαντασίᾳ μου, φαντάζομαι, τὸν Ὑμέναιον ἐκφαντάζομαι Ἀλκίφρων 1. 13.
Greek Monolingual
ἐκφαντάζομαι (Α)
σχηματίζω στη φαντασία μου, φαντάζομαι κάτι («τὸν Ὑμέναιον ἐκφαντάζομαι», Αλκίφρ.).