ἐκφλέγω

English (LSJ)

A to set on fire: metaph., τὴν πόλιν Ar.Pax608, LXX 4 Ma. 16.3:—Pass., metaph., ἐκφλέγεσθαι τὴν διάνοιαν to be inflamed... Plu.2.766a.
2 warm up, Aret.SA2.1.

Spanish (DGE)

I 1prender fuego, encender, incendiar τὴν πόλιν Ar.Pax 608, ὄρη Olymp.in Mete.115.21.
2 fisiol. calentar, inflamar ἡ καρδίη ... ἐκφλέγει αὐτόν (τὸν ψυχρὸν ἠέρα) en teorías médicas sobre el corazón como principio de la vida, Aret.SA 2.1.1, abs. ἐκφλέγει γὰρ καὶ οἶνος ἐς παραφορὴν ἐν μέθῃ Aret.SD 1.6.1, fig. ὁ λόγος ... ἐκφλέγων καὶ ἐκφωτίζων τὸν ἄνθρωπον Clem.Al.Strom.5.8.48, τὰς ἐπιθυμίας Clem.Al.Paed.2.4.42, en v. pas. εἰς ἀλλοτρίας (γαμετάς) ἐκφλεγόμενοι Meth.Symp.80.
II en v. med.-pas.
1 arder ἐκφλεγομένη κάμινος λαβροτάτῳ πυρί LXX 4Ma.16.3, (ἄνθρακες) ἐκφλεγήσονται Clem.Al.Strom.6.15.116
fig. inflamarse, arder por el amor o el deseo, c. ac. de rel. συνὼν ... ἐκφλέγεται τὴν διάνοιαν Plu.2.766a, cf. AP 12.178, en anim., Ael.NA 10.27.
2 calentarse en exceso ἐκφλεγῆναι τότε καὶ καῦμα δεινόν (ocurrió que) entonces se produjo además una terrible ola de calor I.BI 3.312.

German (Pape)

[Seite 785] entzünden; auch übertr., πόλιν, zum Kriege, Ar. Pax 609; ἐκφλέγεται τὴν διάνοιαν Plut. amat. 20 M.

French (Bailly abrégé)

enflammer, embraser.
Étymologie: ἐκ, φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφλέγω: досл. поджигать, воспламенять, перен. возбуждать, волновать (τὴν πόλιν Arph.; ἐκφλέγεσθαι τὴν διάνοιαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφλέγω: πυρπολῶ˙ μεταφ., αὐτὸς ἐξέφλεξε τὴν πόλιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 608: - Παθ., ἐκφλέγεσθαι τὴν διάνοιαν Πλούτ. 2. 766Α.

Greek Monolingual

(AM ἐκφλέγω)
1. ανάβω, πυρπολώ, αναφλέγω, κατακαίω
2. θερμαίνω υπερβολικά
3. (παθ. μτφ. με μέσ. σημ.) ἐκφλέγομαι
τίθεμαι σε ζωηρή κίνηση, ενθουσιάζομαι.

Greek Monotonic

ἐκφλέγω: μέλ. -ξω, πυρπολώ, κατακαίω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ξω
to set on fire, Ar.