ἐκφλεγματόομαι
English (LSJ)
Pass., to turn into phlegm, Hp.Acut.61.
Spanish (DGE)
medic., sent. dud., quizá hinchar, o bien calentar mucho, inflamar (ὄξος) τὰ μὲν γὰρ πικρὰ διαλύεται καὶ ἐκφλεγματοῦται μετεωριζόμενα ὑπ' αὐτοῦ Hp.Acut.61.
German (Pape)
[Seite 785] ganz zu Schleim werden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφλεγμᾰτόομαι: παθ., μεταβάλλομαι εἰς φλέγμα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.