ἐκφρονέω

English (LSJ)

A to be demented, D.C.55.13, Fr.9.2.
II c. gen., = καταφρονέω, AB141.

Spanish (DGE)

1 intr. perder la cabeza, trastornarse ἐκεῖνον ὑποπτεύσας πῇ ἐκφρονήσειν D.C.55.13.2, cf. 9.2.
2 c. gen. despreciar, AB 141.

German (Pape)

[Seite 786] ein ἔκφρων sein, unsinnig handeln, stolz sein; Dio Cass. 55, 13; B. A. erkl. καταφρονῆσαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφρονέω: εἶμαι ἔκφρων, πράττω ὡς ἔκφρων, Δίων Κ. 55. 13˙ - «ἐκφρονήσειν γενικῇ, σημαίνει δὲ τὸ καταφρονῆσαι καὶ ἐναντία φρονῆσαι» κτλ. Α. Β. 141, 21.