ἐκχώννυμαι
Middle Liddell
perf. -κέχωσμαι aor1 ἐξεχώσθην
Pass. to be raised on a bank or be raised on a mound, Hdt.
French (Bailly abrégé)
1 ἐκχώννυμαι = s'exhausser en parl. du sol;
2 être construit sur un terrain d'alluvion;
3 être comblé par des terres d'alluvion.
Étymologie: ἐκ, χώννυμι, ἐκχώννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχώννῠμαι: παθ., ὑψοῦμαι δι’ ἐπισωρεύσεως χώματος, τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ Ἡρόδ. 2. 138˙ μάλιστα ἡ ἐν Βουβάστι πόλις ἐξεχώσθη, ἐκτίσθη ἐπὶ ὑψηλοῦ χώματος, αὐτόθι 137. ΙΙ. ἐπὶ κόλπου θαλάσσης, πληρουμένου διὰ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, αὐτόθι 11.
Greek Monotonic
ἐκχώννῠμαι: παρακ. -κέχωσμαι, αόρ. αʹ ἐξεχώσθην — Παθ., υψώνομαι πάνω σε ανάχωμα ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος, σε Ηρόδ.