ἐλάαν

English (LSJ)

Epic inf. pres. of ἐλάω, ἐλαύνω, Hom.; but fut. in Il. 17.496.

Spanish (DGE)

v. ἐλαύνω.

French (Bailly abrégé)

inf. fut. épq. de ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάᾱν: эп. inf. к ἐλάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάαν: Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ ἐλάω, ἐλαύνω, Ὁμ.˙ ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος ἐν Ἰλ. Ρ. 496, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559.

Greek Monotonic

ἐλάαν: Επικ. αντί ἐλᾶν, απαρ. ενεστ. του ἐλάω· επίσης, απαρ. Επικ. μέλ. του ἐλαύνω.