ἐλάτα

English (Slater)

ἐλᾰτα fir tree ὁ δὲ χλωραῖς ἐλάταισι τυπεὶς οἴχεται Καινεὺς (Boeckh: ἐλάτῃσι codd. Plutarchi) Θρ. 6. 7.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάτᾱ: ἡ ион. = ἐλάτη.