Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
P. and V. ἐλάτη, ἡ (Plato), πεύκη, ἡ (Plato), πίτυς, ἡ) (Plato and Aesch., Fragment).
V. ἐλάτινος, πεύκινος.