ἐλαιοθέτης

English (LSJ)

ἐλαιοθέτου, ὁ, official who supplied oil, IG5(2).50 (Tegea, ii A.D.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ proveedor de aceite funcionario efébico en el gimnasio IG 5(2).50.77 (Tegea II d.C.), cf. Belleten 29.1965.596.7a (Lébedo).

Greek Monolingual

ἐλαιοθέτης, ο (Α)
(τίτλος ειδικού υπαλλήλου), ο προμηθευτής ή αποθηκάριος λαδιού.