ἐλαιοχύτης

English (LSJ)

[ῠ], ἐλαιοχύτου, Dor. ἐλαιοχύτας, ὁ,
1 = φαρμακεύς (Rhod.), Hsch.
2 attendant who served out oil in the gymnasium, CPHerm.57.9, 59.7.

Spanish (DGE)

ἐλαιοχύτου, ὁ
• Alolema(s): dór. ἐλαιοχύτας Hsch.
1 que vierte aceite, aceitera glos. a ἐπαρυστρίδες Hsch.
2 empleado que proporcionaba el aceite para fricciones en el gimnasio CPHerm.57.9, 59.7 (ambos III d.C.).
3 como adj. ungido con aceite ἐλαιοχύτας· περιραινόμενος Hsch.

Greek Monolingual

ἐλαιοχύτης, ο δωρ. τ. ἐλαιοχύτας
(Α)
1. υπηρέτης που χορηγούσε το λάδι στα γυμνάσια (γυμναστήρια)
2. (κατά τον Ησύχιο) «φαρμακεὺς παρὰ Ῥοδίοις».