ἐλαιόχυτος

English (LSJ)

ἐλαιόχυτον, oil-distilling, κοτύλαι Epic.Oxy.1015.14.

Spanish (DGE)

-ον
que gotea aceite ἐλαιοχύτοισιν ἀλειφόμενοι κοτύλησιν ungidos con aceite de goteantes vasos, GDRK 16.14.

Greek Monolingual

ἐλαιόχυτος, -ον (Α)
αυτός που διυλίζει το λάδι.