ἐλαττωτικός

English (LSJ)

ἐλαττωτική, ἐλαττωτικόν,
A reducing, diminishing, Sor. 1.42.
II inclined to take less, not insisting on his full rights, opp. ἀκριβοδίκαιος, Arist.EN1138a1, cf. 1136b21; τῶν δικαίων Id.MM1198b26; ἐ. ἑαυτοῦ M.Ant.5.15, Porph.Abst.3.26.

German (Pape)

[Seite 790] der gern nachgiebt, Arist. Eth. 5, 13; zum Verringern geneigt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à prendre moins que son dû, à ne pas user de tout son droit ; ἐλαττωτικὸς ἑαυτοῦ M.ANT enclin à s'amoindrir, à se diminuer soi-même.
Étymologie: ἐλασσόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαττωτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν νὰ λάβῃ ὀλιγώτερα, μὴ ἐπιμένων εἰς τὰ πλήρη αὐτοῦ δικαιώματα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 9., 5. 10, 8˙ ἐλ. ἑαυτοῦ Ἀντων. 5. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλαττωτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ελαττώνει
2. ο υποχωρητικός.