ἐλαφόπους

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, deer-footed, interpol. in Hippiatr.115.

Spanish (DGE)

-ουν
de pezuña cervina de un tipo de caballo Hippiatr.115.4.

German (Pape)

[Seite 792] ποδος, hirschfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφόπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων πόδας ἐλάφου, Ἱππιατρ. σ. 262. 10.

Greek Monolingual

ἐλαφόπους, ο (Α)
ο ελαφοπόδαρος.