ελαφοπόδαρος

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για άνθρ.) γοργοπόδαρος
2. (για ουδ. ως ουσ.) το ελαφοπόδαρο
το πόδι του ελαφιού.