ἐλεγκτήρ

English (LSJ)

ἐλεγκτῆρος, ὁ, one who convicts or detects, τῶν ἀποκτεινάντων Antipho 2.4.3.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
el que aporta pruebas de culpabilidad οὐ γὰρ μηνυτὴς οὐδ' ἐλεγκτὴρ τῶν ἀποκτεινάντων εἰμί Antipho 2.4.3.

German (Pape)

[Seite 793] ῆρος, ὁ, der Überführer, Antiph. II δ 5, wo sonst ἐλεγκτής stand.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui réfute ou convainc.
Étymologie: ἐλέγχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελέγχων ἢ ἀνευρίσκων, τῶν ἀποκτεινάντων Ἀντιφῶν 119. 32 (ἄλλως ἐλεγκτής).

Greek Monotonic

ἐλεγκτήρ: -ῆρος ή ἐλεγκτής, -οῦ, ὁ, αυτός ο οποίος επιρρίπτει ευθύνες ή τις αναζητά, τῶν ἀποκτεινάντων, σε Αντιφ.

Middle Liddell

ἐλεγκτήρ, ῆρος,
one who convicts or detects, τῶν ἀποκτεινάντων Antipho.