ἐλεητικός

English (LSJ)

ἐλεητική, ἐλεητικόν, merciful, compassionate, Arist.Rh.1389b8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 clemente, compasivo οἱ γέροντες Arist.Rh.1390a18, cf. 1389b8, ἀκολουθεῖ δὲ τῇ ἐλευθεριότητι ... τὸ εἶναι ἐλεητικόν sigue a la liberalidad el ser compasivo Arist.VV 1250b33
neutr. subst. τὸ ἐ. la compasión Crates Theb.Ep.36, Ptol.Tetr.3.14.8, Heph.Astr.2.15.6.
2 adv. -ῶς compasivamente, misericordiosamente τοῦτο ἐ. ποιεῖς Ath.Al.M.27.492B.

German (Pape)

[Seite 794] dasselbe, zum Mitleid geneigt; Arist. de virt. et vit. 4 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ἐλεήμων.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεητικός: Arst. = ἐλεήμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεητικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐλεῇ, ἐλεήμων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλεητικός, -ή, -όν)
συμπονετικός, φιλεύσπλαγχνος.