ἐλευθερόγλωσσος

English (LSJ)

ἐλευθερόγλωσσον, free of speech, Vett.Val.16.31.

Spanish (DGE)

-ον
franco, espontáneo, desinhibido Vett.Val.16.7, Hippol.Haer.4.21.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερόγλωσσος: -ον, ὡς καὶ νῦν, (Ὠριγ.) φιλοσοφούμ. ἔκδ. Μί. σ. 3087.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐλευθερόγλωσσος, -ον)
ελευθερόστομος.