ελευθερόστομος

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐλευθερόστομος, -ον)
αυτός που μιλά με θάρρος και παρρησία
νεοελλ.
όποιος χρησιμοποιεί άσεμνες λέξεις και εκφράσεις.