ἐλευθερόψυχος

English (LSJ)

ἐλευθερόψυχον, free-souled, Tz.H.10.620.

Spanish (DGE)

(ἐλευθερόψῡχος) -ον
de espíritu noble ἦν πάνυ ἀδωρότατος, τῶν ἐλευθεροψύχων Tz.H.10.613.

Greek Monolingual

ἐλευθερόψυχος, -ον (Μ)
1. γενναιόψυχος
2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης.