γενναιόψυχος

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ γενναιόψυχος, -ον)
αυτός που έχει ευγενική ψυχή, ο ανώτερος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + -ψυχος < ψυχή (πρβλ. άψυχος, έμψυχος, εύψυχος)].