ἐλλισάμην

English (LSJ)

v. λίσσομαι. ἐλλῐτάνευε, v. λιτανεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλισάμην: эп. = ἐλισάμην.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλῐσάμην: ἴδε λίσσομαι.

English (Autenrieth)

see λίσσομαι.

Greek Monotonic

ἐλλῐσάμην: Επικ. αντί ἐλισάμην, αόρ. αʹ του λίσσομαι.